4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Στάθης Σταυρόπουλος

O φίλος μου o κ. Χ. καλλιεργεί ένα αμπέλι. Αστός (κατά τη ζωή στην πόλη) και μικροαστός (κατά την ταξική θέση) ο ίδιος και βεβαίως ελαφρόμυαλος
θέλησε να έχει κι αυτός τη δυνατότητα της επιστροφής στη γη και, ως άλλος μικρός Κιγκινάτος, να κρεμάσει κι εκείνος, όταν έρθει ο καιρός, την ασπίδα του πάνω απΆ το τζάκι του, να την καμαρώνει και όσον οι μέρες περνούν ήσυχα να ξεμωραίνεται.
Βλαξ με περικεφαλαία (εξ ου και η ασπίδα) ο φίλος μου ο κ. Χ. παρέλειψε να λάβει επί του θέματος υπΆ όψιν του τη λαϊκή σοφία εκπεφρασμένη στο αρχαίον εκείνον και γνωστόν «ας πάει και το παλιάμπελο» και προχώρησε ξυπόλητος στα αγκάθια του αγροτικού βίου χωρίς επιδότηση αφελείας (ή πονηρίας - που είναι και πιο ενισχυμένη)...
- Ο φίλος σου δεν είναι μικροαστός! Είναι εργάτης, πλην όμως υψηλόμισθος - της «εργατικής αριστοκρατίας», που έλεγε κι ο Μαρξ, παρεμβαίνει η θεία Φωτούλα, που, απΆ όταν άρχισε να διαβάζει Τσόμσκι, θέλει να ακριβολογεί.
Έστω! Ο φίλος μου λοιπόν ο κ. Χ. καλλιεργεί την άμπελόν του κατά το δυνατόν προσεκτικά. Λιπαίνει κατΆ οικονομίαν και οι δύο ποικιλίες που φροντίζει, Αγιωργίτικο και Καμπερναί, του το ανταποδίδουν δεόντως βγάζοντας καρπό χυμώδη κι εύχαριν να τον βλέπει ο Διόνυσος και να χαίρεται.
Όχι πάντα βεβαίως· κάτι οι δουλειές που δεν γίνονται πάντα στην ώρα τους, κάτι ο καιρός που του Άχουμε αλλάξει τα φώτα κι αυτός με τη σειρά του ανταποδίδει, ενίοτε ο τρύγος του φίλου μου του κ. Χ. δεν είναι τέλειος - φέτος επί παραδείγματι στο τσακ το γλύτωσε

το σταφύλι απΆ το σάπισμα λόγω βροχών, του έκατσε και στο 11 ο γράδος, σχεδόν «χειμέρια τα πράγματα». Παρά ταύτα κι επειδή ο φίλος μου ο κ. Χ.

έχει καλόν οινοποιό (απΆ τη Μονεμβασιά, που μάλιστα εξάγει τα κρασιά του στη Γαλλία κι έχει οινολόγο δαιμόνια με εφτά βραβεία) πήρε καλή τιμή για τη σοδειά του

κι όχι την τρέχουσα, της ξεφτίλας, των 0,15 και 0,25 Ευρώ, να κλαίνε και οι ρέγγες τους αμπελουργούς!
Συνελόντι ειπείν και με δυο λόγια, για να καταλάβετε, αν τη στήλη έγραφε Σπαρτιάτης κι όχι η αφεντιά μου, θα σας έλεγε:

ο κ. Χ. με 15 στρέμματα αμπέλι, έκανε 13 τόνους σταφύλι, καλής ποιότητας, το πούλησε σε καλή τιμή και... μπήκε μέσα 1.500 Ευρώ. Τελεία.
Ωπ;
Δεν έχει ωπ! έχει χοπ-χοπ! στο ταψί.
Ο φίλος μου ο κ. Χ. δεν ζει απΆ το αμπέλι. Αν ζούσε απΆ το αμπέλι, θα πέθαινε. Πέντε τρύγους ήδη μετράνε οι αμπελουργοί με εξευτελιστικές τιμές! Πόσο θα αντέξουν ακόμα;
Αν ο φίλος μου ο κ. Χ. καλλιεργούσε το αμπέλι του ο ίδιος (και συνεπώς μείωνε το κόστος σε μεροκάματα), με 15 στρέμματα, 13 τόνους και καλή τιμή, δεν θα έμπαινε μέσα 1.500 Ευρώ, θα κέρδιζε 2.000 Ευρώ.
Δηλαδή, θα δούλευε το αμπέλι όλον τον χρόνο, κι αν όλα -μα όλα- του πήγαιναν καλά, στο τέλος θα έβγαζε διάφορο 2.000 Ευρώ. Να σκίζει δηλαδή ο Βιργίλιος τα γραφτά του και να παίρνει των ομματιών του ο Διόνυσος για τη Χιλή ή την Αυστραλία (απΆ όπου εισάγουμε πλέον ποσότητες άκρατου οίνου, ακράτητοι για φθήνια στις ποιότητες και κέρδη με αγριότητες).
Πρόκειται για πλήρη ατίμωση της εργασίας. Απαξίωση της αξιοπρέπειας.

Τούτων ούτω εχόντων, η προκήρυξη εκρίζωσης της αμπέλου, που πρόκειται οσονούπω να εξαγγελθεί επιδοτούμενη με ουκ ολίγα Ευρώ ανά στρέμμα, πρόκειται να στείλει χιλιάδες εκτάρια του Ελληνικού Αμπελώνα στα Hλύσια Πεδία να φύονται εκεί οι σκιές τους εν τόπω χλοερώ.
«Θέρος τρύγος πόλεμος» έλεγαν οι παλιοί -όταν ο αγώνας για την παραγωγή πλούτου είχε την τιμή του (όχι μόνον στην αγορά αλλά και) στην αξία του ανθρώπου. Γιόρταζαν τότε οι άνθρωποι για να ευχαριστήσουν τους θεούς, αν η σοδειά είχε πάει καλά, κι αν όχι, πάλι γιόρταζαν για να τους εξευμενίσουν.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, κι ας μην είναι τόσον εμφανές. Όταν οι θεοί είναι ευχαριστημένοι απΆ τα έργα των ανθρώπων (διότι αυτό είναι το νόημα της γιορτής κι όχι το αντίθετο, να Άναι δηλαδή οι άνθρωποι ευχαριστημένοι απΆ το έργο των θεών), τότε στην αγορά πρυτανεύει η πολιτική και οι υποχρεώσεις της προς την ευνομία. Εννοείται στις χώρες που έχουν ακόμα κάποιο μυαλό.
Αντιθέτως στις καταραμένες χώρες, όχι μόνον «Μάη μήνα βρέχει», αλλά όλον τον χρόνο πρυτανεύει η ύβρις - η απουσία του μέτρου και της μέριμνας. Η αγριότης της ευήθειας.

- Γιατί λες κουταμάρες για τον φίλο σου τον κ. Χ. και δεν λες ότι ο φίλος σου ο κ. Χ. είσαι εσύ ο ίδιος; Εσύ είσαι ο αποτυχημένος επιχειρηματίας, μου πετάει χαιρέκακα η πανταχού παρούσα (ακόμα και στα χειρόγραφά μου) θεία.
- Όχι «επιχειρηματίας», θεία, προσπάθησα να αντιλέξω, παραγωγός! Εκτός κι αν αγνοείτε τη διαφορά.
- Το ίδιο θα αποτύγχανες και στα δύο, συνέχισε ατάραχη η απτόητη θεία.
***
Ο ¶νθρωπος Που Γελά άφησε το μολύβι του πάνω στα χαρτιά του με μια διάθεση κάπως μελαγχολική.
Κάτι ήθελε να πει, κάτι σαν ότι «ο ανταγωνισμός είναι μάλλον φυσικό φαινόμενο και λιγότερο πολιτικό», αλλά σαν να είχε χάσει το σθένος του. Κιγκινάτος εκ του προχείρου ο φίλος μας έκανε ένα άλμα εφτά αιώνων και κάγχασε: «Mήπως ένεκεν του ελεύθερου ανταγωνισμού με τους Ούνους δεν υπέκυψαν οι Ρωμαίοι;». Τρύπιες σκέψεις, σκόρπιες. Κι άτακτες.
Στο βουνό, κίτρινο και χλωμό πια το αμπελάκι τυλίγεται μέσα στα φύλλα του που στρέφονται προς τα μέσα να πεθάνουν για τον χειμώνα αγκαλιά το ένα με το άλλο γύρω από το κλήμα τους - «χειμέρια τα πράγματα», κι όχι μόνον στο βουνό, σιγοψιθύρισε προς εαυτόν ο Κιγκινάτος μας, ενώ η πρώτη σταγόνα της βροχής στο τζάμι έφερνε το άγγελμα του μετεωρολογικού τρόμου στις πόλεις.
- Οκτώ η ώρα, άνοιξε την τηλεόραση να δούμε τις ειδήσεις, φωνάζει η θεία απΆ την κουζίνα.
Η γάτα σφίγγεται πιο κοντά μου· έχει κάνει το ζωντανό τους συνειρμούς του περί την ύπαρξη - κάθε φορά με τον θόρυβο των οχτώ η γάτα μου κουρνιάζει πιο σφιχτά δίπλα μου, σαν να με ρωτάει - «τι γυρεύεις, καπετάνιε μου, στη Λάρισα, εσύ, ένας Υδραίος;»...

ΣΤΑΘΗΣ Σ.